- δελτογράφος
- δελτο-γράφος [pron. full] [ᾰ], ον,A writing on a tablet, recording,
δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί A.Eu.275
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί A.Eu.275
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελτογράφος — δελτογράφος, ο (Α) αυτός που καταγράφει κάτι σε δέλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + γράφος*] … Dictionary of Greek
δελτογράφῳ — δελτογράφος writing on a tablet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
δελτογράφωι — δελτογράφῳ , δελτογράφος writing on a tablet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)